- καλπουζανιά
- και καρπουζανιά, η [καλπουζάνος]1. παραποίηση νομίσματος ή ενσήμου, πλαστογραφία, κιβδηλεία2. γεν. δόλια πράξη, απάτη, δολιότητα, κατεργαριά, υπουλότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλπαζανιά — η καλπουζανιά* … Dictionary of Greek